πλατύτητα

πλατύτητα
η / πλατύτης, -ητος, ΝΜΑ [πλατύς]
η ιδιότητα τού πλατιού, πλάτος, εύρος
νεοελλ.
μτφ. ευρύτητα αντίληψης, ικανότητα σφαιρικής εξέτασης
αρχ.
1. ευρύτητα («ἔνιοι δὲ διὰ τὴν πλατύτητα τῆς ἑρμηνείας οὕτως ὀνομασθῆναι», Διογ. Λαέρ.)
2. (για προφορά) τραχύτητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλατύτητα — πλατύτης breadth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”